Οι αλλαγές που φέρνει η νέα Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση,στην ζωή όλων των πολιτών της χώρας δεν είναι λίγες. Οι επιβαρύνσεις αφορούν τη συντριπτική πλειονότητα ασφαλισμένων και συνταξιούχων και αφορούν:
Μειώσεις των νέων συντάξεων κατά 30%.
Περικοπές σε συνταξιούχους με άθροισμα κύριας και επικουρικής άνω των 1.300 ευρώ και καθιέρωση των υψηλών εισφορών (20%) για όλους.
Μείωση των επικουρικών συντάξεων ως και 40% μέσω του επανυπολογισμού τους.
Μειώσεις σε εφάπαξ ως 15% και μερίσματα κατά 32%.
Σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ.
Μείωση των δικαιούχων συντάξεων χηρείας με τη θέσπιση ηλικιακού ορίου.
Μείωση κατά 60% θα υποστούν οι συντάξεις όσων εργάζονται.
Πλαφόν στα 2.000 ευρώ για τις κύριες συντάξεις
Ο νόμος του Ασφαλιστικού αναφέρει ότι μέχρι 31.12.2018 αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α’), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (152 Α’), όπως ισχύει.
Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Στον υπολογισμό του ανώτατου ορίου καταβολής σύνταξης που αφορά στα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και των οικογενειών που έχουν μέλη τους άτομα με αναπηρία δεν λαμβάνονται υπόψη τα πάσης φύσεως επιδόματα αναπηρίας. Από την 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με ανώτατο όριο των παραγράφων 1 και 2 και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους
Νέες συντάξεις
Οι νέες συντάξεις που θα δοθούν μετά την ισχύ του νέου Ασφαλιστικού θα είναι μειωμένες κατά 30%, ενώ η ασφάλιση μετά τα 25 έτη και με αμοιβές πάνω από 1.300 ευρώ καθίσταται ασύμφορη. Στο Ασφαλιστικό προβλέπονται «φανερές και κρυφές» μειώσεις στις συντάξιμες αποδοχές. Οι νέες συντάξεις μειώνονται μεσοσταθμικά σε ποσοστό 15 – 20%, λόγω μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσής τους. Για τα 15 έτη ασφάλισης ο σχετικός συντελεστής είναι 0,77, ενώ ανέρχεται στο 2, για 40 χρόνια προϋπηρεσίας. Οι αυξήσεις αναμένεται να είναι μεγαλύτερες (έως 30%), για όσους έχουν περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις διασώζονται, προς το παρόν, από την εφαρμογή του μέτρου της προσωπικής διαφοράς.
Μερίσματα
Τα μερίσματα που χορηγεί το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ), αποφασίστηκε να «αναπροσαρμοστούν» και μάλιστα αναδρομικά, με βάση τα ελλείμματα που προκαλούνται από την 1.1.2016 και μετά. Αναμένεται να υπάρξει περικοπή μεγαλύτερη από 32,5%.
Χάνουν από φέτος το ΕΚΑΣ 120.000 συνταξιούχοι
Οι 370.000 χαμηλοσυνταξιούχοι, που δικαιούνται το ΕΚΑΣ, επιβαρύνονται από δύο διαφορετικές πλευρές, λόγω της σταδιακής κατάργησής του από φέτος και μέχρι το 2020. Αρχικά, η επιβάρυνση προκύπτει από τη μείωση του εισοδήματος που θα υποστούν και η οποία μπορεί να φτάσει έως και το 35%. Ακολούθως, θα διαπιστώσουν ότι υπόκεινται σε μια πρόσθετη, έμμεση επιβάρυνση, αφού στο εξής θα καλούνται να καταβάλλουν αυξημένη τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη η οποία θα ανέρχεται έως το 25%, από 10% που είναι σήμερα. Μάλιστα, έως τώρα, υπάρχουν παθήσεις για τις οποίες η συμμετοχή στα φάρμακα ήταν μηδενική για τους δικαιούχους ΕΚΑΣ, με τη δαπάνη να επιβαρύνει στο σύνολό της τον ασφαλιστικό φορέα από τον οποίο προέρχονται οι εν λόγω ασφαλισμένοι. Τα νέα εισοδηματικά κριτήρια που τίθενται και τα οποία ήδη από φέτος θα οδηγήσουν τουλάχιστον 120.000 δικαιούχους εκτός χορήγησης ΕΚΑΣ, θα προκαλέσουν επιπρόσθετα και την απώλεια αυτού του δικαιώματος μειωμένης συμμετοχής στα φάρμακα. Υπενθυμίζεται ότι για την καταβολή του επιδόματος οι δικαιούχοι πρέπει, από την ψήφιση του νόμου και μετά, να πληρούν αθροιστικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, δεν απαιτείται όριο ηλικίας.
β. Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημα από συντάξεις να μην υπερβαίνει τα 7.972 ευρώ.
γ. Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 8.884 ευρώ. δ. Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 11.000 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα του προηγούμενου φορολογικού έτους.
ε. Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης να μην υπερβαίνει τα 664 ευρώ. Τα εισοδηματικά όρια για την καταβολή του επιδόματος διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
- ΕΚΑΣ 230 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα ή βοηθήματα, μέχρι 7.216 ευρώ.
- ΕΚΑΣ 172,5 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν εισοδήματα από 7.216,01 ευρώ έως 7.518 ευρώ ετησίως.
- ΕΚΑΣ 115 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν εισοδήματα από 7.518,01 ευρώ έως 7.720 ευρώ ετησίως.
- ΕΚΑΣ 57,5 ευρώ το μήνα: Όσοι έχουν εισοδήματα από 7.720,01 ευρώ, έως 7.972 ευρώ.
Παλιές συντάξεις
Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις παίρνουν περίοδο χάριτος για 2,5 έτη ακόμα καθώς θα συνεχίσουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις) και μέχρι τις 31/12/2018. Από την 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ” έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων. Στην σπάνια περίπτωση που το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, τότε δίνεται αύξηση με δόσεις. Δηλαδή, η σύνταξη προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι συντάξεις όσων καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης του νόμου υπολογίζονται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν έως τις 31/12/2014.
Εθνική Σύνταξη
Καταργείται η κατώτερη σύνταξη, που μέχρι τώρα ήταν 486 ευρώ με 15 χρόνια ασφάλισης και 4.500 ένσημα. Καθιερώνεται η εθνική σύνταξη, η οποία διαμορφώνεται στα 384 ευρώ, για όσους θα έχουν στο εξής από 20 έτη ασφάλισης και άνω. Για περιπτώσεις συνταξιοδότησης με λιγότερα έτη, η εθνική σύνταξη θα είναι μικρότερη κατά 2% για κάθε έτος πριν από το 20ό. Έτσι, για όσους φεύγουν με 19 χρόνια θα ανέρχεται σε 376 ευρώ (-2%), στα 18 χρόνια θα φθάνει τα 368 ευρώ (-4%), με 17 χρόνια τα 361 ευρώ (-6%), με 16 χρόνια τα 353 ευρώ (-8%) και με 15ετία τα 345 ευρώ (-10%). Σημαντική μείωση της Εθνικής Σύνταξης προβλέπεται και για τις συντάξεις αναπηρίας (μειωμένες συντάξεις), καθώς τα 384 ευρώ θα λαμβάνουν μόνο όσοι έχουν ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της Εθνικής Σύνταξης, ενώ με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως 66,99% θα χορηγείται το 50%.
Ασφαλιστικές Εισφορές
Σε τριπλασιασμό οδηγούνται οι εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών – αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά το εισόδημά τους, ενώ οι μελλοντικές παροχές θα είναι μειωμένες.
Συγκεντρωτικά οι νέες εισφορές είναι :
Εισφορά 7% μισθωτών –εργοδοτών για το ΕΤΕΑΠ από 1.6.2016
Εισφορά 7% των αυτοαπασχολούμενων για το ΕΤΕΑμ από 1.6.2016
Εισφορά 20% επί του εισοδήματος των επαγγελματιών και επιστημόνων από 1.1.2017
Εισφορά 14% επί του εισοδήματος των αγροτών από 1.1.2017
Εισφορά 6,9% επί του εισοδήματος των επαγγελματιών υπέρ του ΕΟΠΥΥ
Εισφορά 7,1% επί των αποδοχών των μισθωτών υπέρ του ΕΟΠΥΥ Εισφορά 6% στις κύριες συντάξεις υπέρ του ΕΟΠΥΥ (ισχύει από 1.7.2015)
Εισφορά 6% στις επικουρικές συντάξεις υπέρ του ΕΟΠΥΥ (ισχύει από 1.7.2015)
Το μεγαλύτερο βάρος καλούνται να καλύψουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι-καταστηματάρχες αλλά και επιστήμονες, οικονομολόγοι, δικηγόροι, γιατροί και μηχανικοί, με δραστικές αλλαγές στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και μεγάλες -σε αρκετές περιπτώσεις- αυξήσεις εισφορών. Έτσι, εκτός από τις μειώσεις στις μελλοντικές συντάξεις, οι συγκεκριμένοι ασφαλισμένοι θα βρεθούν άμεσα μπροστά σε νέες, σημαντικές απώλειες εισοδημάτων. Οι ειδικοί εκτιμούν πως δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί με εισοδήματα άνω των 24.000 ευρώ όπως και έμποροι, ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ με εισόδημα άνω των 19.000 ευρώ, επιβαρύνονται σημαντικά από το νέο Ασφαλιστικό, αφού θα κληθούν από τον Ιανουάριο του 2017 να πληρώσουν εισφορές 20% για σύνταξη και 6,95% για υγεία καθώς και 7% για επικούρηση και 4% για εφάπαξ, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη παροχή στον κλάδο τους.
Επικουρικές συντάξεις
Πλέγμα προστασίας (άθροισμα κύριας και επικουρικής) ορίζεται στα 1.170 ευρώ καθαρά (1.300 μικτά), ενώ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο το υπερβάλλον ποσό (που ξεπερνά τα 1.170 ευρώ) να μηδενιστεί σε περιπτώσεις συντάξεων με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης με αποτέλεσμα αυτή η κατηγορία των συντάξεων να υποστεί μείωση έως και 40%. Επιπλέον σε περίπτωση αύξησης των ελλειμμάτων του επικουρικού ταμείου και μείωσης των εσόδων ενεργοποιείται αυτόματα μηχανισμός περικοπής των συντάξεων. Στις επικουρικές συντάξεις για τους ασφαλισμένους από 01/01/2014 και εφεξής αλλά και για τους ασφαλισμένους μέχρι 31/12/2013 που η αίτηση συνταξιοδότησης κατατέθηκε μετά την 01/01/2015 το ποσό θα αποτελείται από δύο τμήματα:
α) Από το τμήμα που αντιστοιχεί στο χρόνο μέχρι 31/12/2014 και θα υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% για κάθε χρόνο (μείωση περίπου 15% μεσοσταθμικά) και
β) Στο τμήμα που αντιστοιχεί στο χρόνο από 01/01/2015 και εφεξής και θα υπολογίζεται με βάση τη «ρήτρα βιωσιμότητας».
Τα νέα δεδομένα για τις συντάξεις χηρείας
Όρια ηλικίας τα 52 έτη και το 55ο έτος, θέτει ο νέος νόμος για το Ασφαλιστικό, για τις συντάξεις λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας.
Στην περίπτωση αυτή δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειας του (επιζών σύζυγος, τέκνα, ακόμα και διαζευγμένος σύζυγος) ως εξής:
* Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Εάν όμως έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών ετών.
*Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι: α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
*Ο διαζευγμένος σύζυγος, εφόσον πληροί αθροιστικά τις προϋποθέσεις για τον επιζώντα σύζυγο και επιπλέον τις εξής: α) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση. β) Να είχε συμπληρώσει δέκα έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη. δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ. ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης. Στο νομοσχέδιο γίνεται ειδική αναφορά για το ενδεχόμενο ο επιζών σύζυγος να μην δικαιούται σύνταξη χηρείας.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν: α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή ατύχημα εκτός εργασίας ή ανθρωποκτονία. β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο. γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο. δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον 6 μήνες.
Σημειώνεται ότι το δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, των ανωτέρω δικαιούχων καταργείται:
α) Με το θάνατο του δικαιούχου.
β) Με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης.
γ) Ειδικά για τα τέκνα με τη συμπλήρωση των ανωτέρω οριζόμενων ορίων ηλικίας.
δ) Από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η ανικανότητα για εργασία.
Επισημαίνεται ότι το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και επιμερίζεται, ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται αυτή ως ακολούθως: Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε: 1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος. 2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος. 3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος. 4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος. 5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο και 25% στον διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του 10ου και μέχρι το 35ο έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο. Εάν πρόκειται για έγγαμο βίο, που διήρκησε πλέον των 35 ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Στο νομοσχέδιο, τονίζεται ότι το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του.
Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του. Για την ειδική περίπτωση που ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, τότε λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για διάστημα 2 ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Οι διατάξεις περί συντάξεων θανάτου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.
Έως και πέντε φορές αυξάνεται το κόστος εξαγοράς πλασματικών
Μια ακόμη παράπλευρη απώλεια για τους μελλοντικούς συνταξιούχους περιλαμβάνει το νέο ασφαλιστικό και αφορά την δυνατότητα αναγνώρισης πλασματικών χρόνων ασφάλισης, η οποία καθίσταται σχεδόν απαγορευτική, λόγω της αύξησης του κόστους εξαγοράς.
Πρόκειται σύμφωνα με τους ειδικούς για ένα ακόμη εισπρακτικό μέτρο, με στόχο την αύξηση των εσόδων του νέου Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και αφορά την αλλαγή της βάσης υπολογισμού των πλασματικών ετών, που εκτινάσσει το κόστος εξαγοράς έως και κατά πέντε φορές περισσότερο σε σχέση με το τι ισχύει σήμερα. Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, οι ασφαλισμένοι στο δημόσιο μπορούν να αναγνωρίσουν έως και δώδεκα πλασματικά έτη, ενώ στον ευρύτερο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα μέχρι επτά χρόνια με στόχο να «κλειδώσουν» ταχύτερα συνταξιοδοτικό δικαίωμα και να συνταξιοδοτηθούν. Μέχρι σήμερα, η αναγνώριση ως συνταξίμων των πλασματικών χρόνων (στρατός, σπουδές, παιδιά) απαιτεί την καταβολή εκ μέρους του ασφαλισμένου του Δημοσίου εισφορά 6,67% επί των συνταξίμων αποδοχών (όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης).
Ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του υπαλλήλου (βασικός μισθός, επίδομα 140 ευρώ και επίδομα θέσης) του Οκτωβρίου 2011. Σε γενικές γραμμές τα ποσά που καλείται να δαπανήσει ο ασφαλισμένος είναι από 70 μέχρι 140 ευρώ το μήνα ανάλογα με την περίπτωση. Αντίστοιχα για τους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα το κόστος για τις περισσότερες κατηγορίες πλασματικών ετών είναι στα 168 ευρώ (δηλαδή το 25επλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη το 2015 ). Ειδικά για το στρατό είναι στο 20% του συνόλου των συντάξιμων αποδοχών, που όμως έχει έκπτωση από 30% μέχρι το 50% ανάλογα με τα έτη της θεμελίωσης Η αλλαγή Με τη διάταξη που περιλαμβάνεται στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, η αναγνώριση των πλασματικών ετών γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα πλασματικού χρόνου της εισφοράς, στο ποσοστό που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς, δηλαδή 20% επί των συντάξιμων αποδοχών. Η εισφορά δε, υπολογίζεται επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς. Η αλλαγή αυτή είναι που οδηγεί έως και σε πενταπλασιασμό του κόστους.
Εφάπαξ
Μειώσεις στα εφάπαξ που κατά μέσο όρο θα κυμανθούν στα επίπεδα του 15%, αλλά σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις μπορεί να αγγίξουν έως και το 25% – 30%, προκύπτουν από τις αλλαγές που επιφέρει στον τρόπο υπολογισμού του το νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό. Οι ειδικοί της Κοινωνικής Ασφάλισης επισημαίνουν ότι, με δεδομένο πως ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, που χορηγεί το 70% – 80% των εφάπαξ βοηθημάτων, το ποσό που εισέπρατταν έως τώρα οι δικαιούχοι ανερχόταν κατά μέσο όρο στα επίπεδα των 30.000 ευρώ, μετά τις μειώσεις που θα προκύψουν, θα υποχωρήσει στα επίπεδα των 25.500 ευρώ.
Θα υπάρξουν όμως και δικαιούχοι, οι οποίοι θα λάβουν σημαντικά χαμηλότερο εφάπαξ, που μόλις που θα φτάνει τα 20.000 – 21.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος ορίζει ότι οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού, πρόκειται να επηρεάσουν και τα εφάπαξ που βρίσκονται στην αναμονή για να χορηγηθούν στους δικαιούχους, από τον Σεπτέμβριο του 2013 και μετά. Υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν τις 63.000 τα εφάπαξ αυτής της κατηγορίες και αφορούν αιτήσεις που υποβλήθηκαν έγκαιρα από τους δικαιούχους, δεν έχουν όμως ακόμα απονεμηθεί, επειδή ο προηγούμενος μαθηματικός τύπος υπολογισμού τους, κρίθηκε ουσιαστικά μη εφαρμόσιμος…
Συντάξεις ΕΤΑΤ
Μειώσεις στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις από 25% έως 40%, για περίπου 10.000 συνταξιούχους τραπεζοϋπάλληλους, που λαμβάνουν σύνταξη μέσω του προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος που ισχύει για το ΕΤΑΤ, «κρύβει» η τροπολογία που κατέθεσε το υπουργείο Εργασίας και η οποία υποχρεώνει το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων να ενταχθεί στο νέο Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
Έως τώρα το ΕΤΑΤ χορηγεί συντάξεις με προσυνταξιοδοτικό καθεστώς σε 6.310 πρώην εργαζόμενους της Εμπορικής Τράπεζας, σε 3.086 πρώην εργαζόμενους της Τράπεζας Πίστεως (νυν Alpha Bank) και σε 472 πρώην εργαζόμενους της Αττικής Τράπεζας. Κατά μέσο όρο, οι 9.868 συνταξιούχοι του ΕΤΑΤ λαμβάνουν έως σήμερα κύρια και επικουρική σύνταξη, μέσω χρήσης του προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, που κατά μέσο όρο κυμαίνεται στα επίπεδα των 1.200 ευρώ.
Στην απόφαση τονίζεται ότι «από την έναρξη ισχύος του νόμου η προσυνταξιοδοτική παροχή θα υπολογίζεται με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης 1,75%», που είναι μικρότερο από το 2%, που έως σήμερα υπολογίζονταν οι συγκεκριμένες συντάξεις. Επίσης, σημειώνεται στην τροπολογία ότι «οι ήδη καταβαλλόμενες παροχές αναπροσαρμόζονται».Υπολογίζεται ότι μεγάλοι «χαμένοι» της συγκεκριμένης απόφασης, είναι όσοι επέλεξαν προσυνταξιοδοτικό καθεστώς με λίγα χρόνια ασφάλισης (πχ μητέρες με ανήλικο) και οι οποίοι, ενώ έως σήμερα λάμβαναν συντάξιμες αποδοχές σε μηνιαία βάση στα επίπεδα των 1.100 ευρώ, τώρα κινδυνεύουν να υποστούν μείωση έως 40%, που σημαίνει ότι στο εξής η σύνταξή τους θα κυμαίνεται στα επίπεδα 600 – 700 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι με προσυνταξιοδοτικό καθεστώς μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν γυναίκες – μητέρες με ανήλικο τέκνο ακόμα και από τα 22 έτη ασφάλισης, ενώ για τους άνδρες υπήρχε όριο τα 32 έτη ασφάλισης.
Η συγκεκριμένη σύνταξη χορηγείται μέχρι ο ασφαλισμένος – συνταξιούχος τραπεζοϋπάλληλος, να καλύψει το γενικό όριο συνταξιοδότησης, που σήμερα είναι τα 67 έτη. Στη συνέχεια λαμβάνει τη σύνταξη του ΙΚΑ, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί. Χθες το πρωί εξάλλου, η ΟΤΟΕ προχώρησε σε παρέμβαση διαμαρτυρίας στη Βουλή, ενάντια στην τροπολογία που κατατέθηκε από το υπουργείο Εργασίας. Ζήτησε «να μην περάσουν οι αντιασφαλιστικές διατάξεις που μειώνουν άμεσα τις συντάξεις των ήδη συνταξιούχων τραπεζοϋπαλλήλων οριζόντια έως 30% και καταργούν οριστικά για όλους ασφαλιστικά δικαιώματα δεκαετιών, που έχουν κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες». Επίσης, με προσωπική επιστολή – κάλεσμα στους βουλευτές τραπεζοϋπαλλήλους της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η ΟΤΟΕ ζήτησε «να αντιδράσουν έστω και την τελευταία στιγμή και να μην συναινέσουν με την ψήφο τους στην κατάργηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των τραπεζοϋπαλλήλων που σε άλλες εποχές και οι ίδιοι χαρακτήριζαν ως «τα ιερά και τα όσια» του κλάδου».
Χάνουν το 60% ή ακόμη και ολόκληρη την σύνταξη όσοι εργάζονται
Μειωμένες σε ποσοστό 60% καταβάλλονται στο εξής οι συντάξεις, κύριες και επικουρικές, σε δικαιούχους, οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ. Η μείωση ισχύει για όλους τους συνταξιούχους λόγω γήρατος του Δημοσίου, καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Ειδικά στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, τότε η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται. Η αναστολή ισχύει για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους.
Στο νομοσχέδιο επισημαίνεται ότι ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυταπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής της σύνταξής του, για την προσαύξηση της επικουρικής σύνταξης ή / και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης. Οι συνταξιούχοι υποχρεούνται πριν αναλάβουν εργασία ή αυταπασχοληθούν να δηλώσουν τούτο στον ΕΦΚΑ καθώς και στο ΕΤΕΑ ή στο φορέα επικουρικής ασφάλισης από τον οποίο συνταξιοδοτούνται. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού που έπρεπε να του παρακρατηθεί, κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή της αυτοαπασχόλησής του, που επιβαρύνεται με ετήσιο επιτόκιο 4,56%. Ο δε ΕΦΚΑ δικαιούται να συμψηφίζει το ποσό με μελλοντικές συντάξεις και μέχρι του ύψους του 1/4 της συντάξεως. Οι παραπάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή για όσους θα αναλάβουν εργασία ή θα αυτοαπασχοληθούν, γενικά, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
ΠΗΓΗ: www.dikaiologitika.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου