’Απ’ την παληά σου εποχή τίποτα δεν σου μένει καί κάθε μέρα κι' από μια άνάμνησίς σου σβύνει, οί πιο αρχαίοι κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι κι’ ενα σπιτάκι σου μικρό ολόρθο δεν θά μείνη.
Και θαύμα πώς έσώθησαν μέσα στα τόσα νέα οι άγιοι Θεόδωροι καί η Καπνικαρέα.
Που είναι τα σπητόπουλα εις τον καθένα δρόμο; που είναι πια τό Ροδακιό; που είναι τό Γεράνι; τα πρώτα Άθηναίϊκα που είναι εν συντόμω; πού ή ωραία ή Ελλάς καί που τό Συντριβάνι;
Μέσα στά όλα χάθηκε κι’ ο κλασικός Πλακιώτης καί ματαιότης, φίλοι μου, τά πάντα ματαιότης.
Τώρα στην κάθε γειτονιά έκτίσθησαν παλάτια, τώρα μαρμάρινοι στοαί με χιλιάδες φώτα, τώρα παντού όπου κανείς ρίξη τά δυό του μάτια θέ ν' αντικρύση κι’ από μιά πεντάμορφη κοκότα.
Τώρα Πανεπιστήμια, τώρα σπουδής μανία, τώρα καί χαρτοπαίγνια στην κάθε μιά γωνία.
Κι’ ακόμα πώς φαντάζομαι την κλασική ’Αθήνα! φαντάζομαι με μακαντάμ πώς θά τήν δώ στρωμένη, πώς φέρνει τον πολιτισμό ακόμη κι’ απ’ τήν Κίνα, καί από φώς ήλεκτρικό πώς είναι φωτισμένη.
Φαντάζομαι πώς θά τήν δώ μέ θέατρα, μέ κήπους, μέ μπουλεβάρ, μέ τζέντλεμαν, μέ λόρδους καί μέ ίππους,
Φαντάζομαι δπου σταθώ πίδακας καί πλατείας,
ηρώα καί αγάλματα ημεδαπών καί ξένων,
φαντάζομαι βασιλικάς ιεροτελεστίας
καί τον λαόν νευρόσπαστον του Χόλδεν γυμνασμένον,
καί βλέπω όλους στρατηγούς μέ πτερωτά λοφία,
καί βλέπω αναρίθμητα μεσιτικά γραφεία.
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον, τον Πειραιά νά ένωθή μέ τήν κλεινήν Παλλάδα, τον σΰμπαντα Ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον καί οΰτε ενα κάτοικον εις τήν λοιπήν Ελλάδα.
Νά μήν υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μιτυληναΐοι, καί νά γενοΰμε όλοι μας πολΐται ’Αθηναίοι.
Μέσα σ’ αυτόν τον θόρυβον καί τήν πολυκοσμίαν νά χάν’ ή μάνα τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα, νά μήν αισθάνεται κανείς συγκίνησιν καμμίαν καί νά κοιμάται πάντοτε ό κόσμος μέ τήν Διάνα.
Παντού νά στήνουν πλούσιοι Ισραηλΐται βρόχια καί νά τά κακαρώνουνε πολλοί από τή φτώχια.
Νά γίνη χαλικόστρωμα ή κάθε μιά κολόνα,
νά ξεχειλίση ό χρυσός άλλά κι’ ή έπαιτία,
νά κάμουν άσβεστόχωμα κι’ αυτόν τον Παρθενώνα
καί τέλος ή Άκρόπολις νά γίνη μια πλατεία.
Κι’ όταν Εγγλέζοι έρχόνται εδώ κανένα μήνα νά έρωτούν—Που έQειτο ή παλαιά Άτήνα;
(φ. 33 — 8.9.1884)
Και θαύμα πώς έσώθησαν μέσα στα τόσα νέα οι άγιοι Θεόδωροι καί η Καπνικαρέα.
Που είναι τα σπητόπουλα εις τον καθένα δρόμο; που είναι πια τό Ροδακιό; που είναι τό Γεράνι; τα πρώτα Άθηναίϊκα που είναι εν συντόμω; πού ή ωραία ή Ελλάς καί που τό Συντριβάνι;
Μέσα στά όλα χάθηκε κι’ ο κλασικός Πλακιώτης καί ματαιότης, φίλοι μου, τά πάντα ματαιότης.
Τώρα στην κάθε γειτονιά έκτίσθησαν παλάτια, τώρα μαρμάρινοι στοαί με χιλιάδες φώτα, τώρα παντού όπου κανείς ρίξη τά δυό του μάτια θέ ν' αντικρύση κι’ από μιά πεντάμορφη κοκότα.
Τώρα Πανεπιστήμια, τώρα σπουδής μανία, τώρα καί χαρτοπαίγνια στην κάθε μιά γωνία.
Κι’ ακόμα πώς φαντάζομαι την κλασική ’Αθήνα! φαντάζομαι με μακαντάμ πώς θά τήν δώ στρωμένη, πώς φέρνει τον πολιτισμό ακόμη κι’ απ’ τήν Κίνα, καί από φώς ήλεκτρικό πώς είναι φωτισμένη.
Φαντάζομαι πώς θά τήν δώ μέ θέατρα, μέ κήπους, μέ μπουλεβάρ, μέ τζέντλεμαν, μέ λόρδους καί μέ ίππους,
Φαντάζομαι δπου σταθώ πίδακας καί πλατείας,
ηρώα καί αγάλματα ημεδαπών καί ξένων,
φαντάζομαι βασιλικάς ιεροτελεστίας
καί τον λαόν νευρόσπαστον του Χόλδεν γυμνασμένον,
καί βλέπω όλους στρατηγούς μέ πτερωτά λοφία,
καί βλέπω αναρίθμητα μεσιτικά γραφεία.
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον, τον Πειραιά νά ένωθή μέ τήν κλεινήν Παλλάδα, τον σΰμπαντα Ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον καί οΰτε ενα κάτοικον εις τήν λοιπήν Ελλάδα.
Νά μήν υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μιτυληναΐοι, καί νά γενοΰμε όλοι μας πολΐται ’Αθηναίοι.
Μέσα σ’ αυτόν τον θόρυβον καί τήν πολυκοσμίαν νά χάν’ ή μάνα τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα, νά μήν αισθάνεται κανείς συγκίνησιν καμμίαν καί νά κοιμάται πάντοτε ό κόσμος μέ τήν Διάνα.
Παντού νά στήνουν πλούσιοι Ισραηλΐται βρόχια καί νά τά κακαρώνουνε πολλοί από τή φτώχια.
Νά γίνη χαλικόστρωμα ή κάθε μιά κολόνα,
νά ξεχειλίση ό χρυσός άλλά κι’ ή έπαιτία,
νά κάμουν άσβεστόχωμα κι’ αυτόν τον Παρθενώνα
καί τέλος ή Άκρόπολις νά γίνη μια πλατεία.
Κι’ όταν Εγγλέζοι έρχόνται εδώ κανένα μήνα νά έρωτούν—Που έQειτο ή παλαιά Άτήνα;
(φ. 33 — 8.9.1884)
Γεωργίου Σουρή - Τα Άπαντα - τόμος Α'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου