Καλώς έρχεσθε καί πάλιν, αντιπρόσωποι τού κράτους, φορτωμένοι με μελέτας καί μέ νόμους σοφωτάτους.
Καλώς έρχεσθε καί πάλιν εκλεκτοί μας συμπολΐται, σεις πού Σύνταγμα καί έθνος πάντοτε πιστώς φρουρείτε. Καλώς έρχεσθε, πατέρες, πού ό κόσμος σας προσμένει, καί μέ ανοικτάς άγκάλας η Βουλή διορθωμένη.
’Αλλά πριν γενήτε μέλη καί τής νέας περιόδου, πριν τάς δύο χιλιάδας έκπορθήσετ’ έξ εφόδου, πριν ό λόγος σας νευρώδης εις τό βήμα άντηχήση, ή κι’ ό βούνευρος ακόμη ώς καί άλλοτε λαλήση, πριν αρχίσετε έκ νέου τάς φαιδράς ταυρομαχίας, δεν μάς λέγετε τί κάμνουν κάτω εις τάς ’Επαρχίας;
Είναι αληθές τον τόπον πώς κρατεί αχρηματία; κι’ αν τωόντι υποφέρει ποια τάχα ή αιτία;
Είναι αληθές στούς φόρους ό λαός πώς δεν αντέχει, καί εις έκρυθμα έκ τούτου διαβήματα προστρέχει; Έσπουδάσατε τούς λόγους ώς καλοί έντολοδόχοι, ή θά άρκεσθήτε μόνον εις τό ν α ί καί εις τό όχι;
Άρα γε στάς Επαρχίας η Κυβέρντησις αρέσει, καί επιθυμούν νά μείνη ή έπιθυμούν νά πέση;
Κι’ αν επιθυμούν τοιαύτην σοβαράν ανωμαλίαν, έχουν άφορμάς σπουδαίας, ή διά τήν ποικιλίαν;
Αλλά βλέπετε τό πάθος δυστυχώς μέ παραφέρει
κι’ ίσως έξ υμών, κανένας «πώς δέν μούσκασες» προφέρει
Δι’ αύτό κι’ έγώ τον λόγον στρέφω στά τής Πρωτευούσης, -τής Βουλής κατ’ ευτυχίαν άπερίγραπτον άπούσης— καί άρκοΰμαι να σάς δώσω μόνον μερικάς ειδήσεις, ινα φέρετε κατόπιν καί τάς ίδικάς σας κρίσεις.
Καί έν πρώτοις έκ θεάτρων ήτο πλησμονή εφέτος, δεύτερον καθ’ εβδομάδα εψαλλεν ό Περικλέτος, τρίτον εΐχομεν σπουδαίας στον στρατόν καινοτομίας, τέταρτον στον Φαληρέα άνθρωποϊπποδρομίας.
Εΐχομεν διαδηλώσεις καί τινας ραβδοσκοπήσεις, εΐχομεν των είσπρακτόρων συνεχείς αποπλανήσεις. Εΐχομεν εφημερίδων πόλεμον κεραυνοβόλον καί ηύξήσαμεν σπουδαίως τον λιμενικόν μας στόλον. Καί άφοΰ έδόθ’εις όλα αΰξησις κι’ευρυχωρία, προσετέθησαν καί άλλα στήν Βουλήν μας θεωρεία.
Πλήν σέ σάς καί πάλι βλέπω επανήλθον λεληθότως, ως νά ήμουν κομματάρχης έκ των ίδικών σας πρώτος. Άλλ’ εγώ, απλούς πολίτης, μίαν χάριν θά ζητήσω, εν έκ τόσων θεωρείων μοναχός νά κατακτήσω, νά σάς εχω αντίκρυ μου, νά γελώ καί νά καπνίζω, κάποτε νά σάς θαυμάζω, κάποτε νά σάς σφυρίζω.
(Φ. 39 — 20.10.1884)
Γεωργίου Σουρή - Τα Άπαντα - τόμος Α'
’Αλλά πριν γενήτε μέλη καί τής νέας περιόδου, πριν τάς δύο χιλιάδας έκπορθήσετ’ έξ εφόδου, πριν ό λόγος σας νευρώδης εις τό βήμα άντηχήση, ή κι’ ό βούνευρος ακόμη ώς καί άλλοτε λαλήση, πριν αρχίσετε έκ νέου τάς φαιδράς ταυρομαχίας, δεν μάς λέγετε τί κάμνουν κάτω εις τάς ’Επαρχίας;
Είναι αληθές τον τόπον πώς κρατεί αχρηματία; κι’ αν τωόντι υποφέρει ποια τάχα ή αιτία;
Είναι αληθές στούς φόρους ό λαός πώς δεν αντέχει, καί εις έκρυθμα έκ τούτου διαβήματα προστρέχει; Έσπουδάσατε τούς λόγους ώς καλοί έντολοδόχοι, ή θά άρκεσθήτε μόνον εις τό ν α ί καί εις τό όχι;
Άρα γε στάς Επαρχίας η Κυβέρντησις αρέσει, καί επιθυμούν νά μείνη ή έπιθυμούν νά πέση;
Κι’ αν επιθυμούν τοιαύτην σοβαράν ανωμαλίαν, έχουν άφορμάς σπουδαίας, ή διά τήν ποικιλίαν;
Αλλά βλέπετε τό πάθος δυστυχώς μέ παραφέρει
κι’ ίσως έξ υμών, κανένας «πώς δέν μούσκασες» προφέρει
Δι’ αύτό κι’ έγώ τον λόγον στρέφω στά τής Πρωτευούσης, -τής Βουλής κατ’ ευτυχίαν άπερίγραπτον άπούσης— καί άρκοΰμαι να σάς δώσω μόνον μερικάς ειδήσεις, ινα φέρετε κατόπιν καί τάς ίδικάς σας κρίσεις.
Καί έν πρώτοις έκ θεάτρων ήτο πλησμονή εφέτος, δεύτερον καθ’ εβδομάδα εψαλλεν ό Περικλέτος, τρίτον εΐχομεν σπουδαίας στον στρατόν καινοτομίας, τέταρτον στον Φαληρέα άνθρωποϊπποδρομίας.
Εΐχομεν διαδηλώσεις καί τινας ραβδοσκοπήσεις, εΐχομεν των είσπρακτόρων συνεχείς αποπλανήσεις. Εΐχομεν εφημερίδων πόλεμον κεραυνοβόλον καί ηύξήσαμεν σπουδαίως τον λιμενικόν μας στόλον. Καί άφοΰ έδόθ’εις όλα αΰξησις κι’ευρυχωρία, προσετέθησαν καί άλλα στήν Βουλήν μας θεωρεία.
Πλήν σέ σάς καί πάλι βλέπω επανήλθον λεληθότως, ως νά ήμουν κομματάρχης έκ των ίδικών σας πρώτος. Άλλ’ εγώ, απλούς πολίτης, μίαν χάριν θά ζητήσω, εν έκ τόσων θεωρείων μοναχός νά κατακτήσω, νά σάς εχω αντίκρυ μου, νά γελώ καί νά καπνίζω, κάποτε νά σάς θαυμάζω, κάποτε νά σάς σφυρίζω.
(Φ. 39 — 20.10.1884)
Γεωργίου Σουρή - Τα Άπαντα - τόμος Α'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου