Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Σταμάτης Γονίδης: ''Έμενα σε μια αποθήκη στο Αιγάλεω. Δεν είχε ούτε νερό''

-->
Ο δημοσιογράφος Μαρίνος Βυθούλκας συνάντησε για τις ανάγκες της συνέντευξης στο περιοδικό People έναν άλλο Γονίδη:Toν φιλόσοφο, ποιητή και πάνω απ΄όλα συγγραφέα (γράφει το τρίτο του βιβλίο) πρώην απόφοιτο της Νυχτερινής Σχολής Μηχανικών που ένα βράδι ξεμπάρκαρε στην Αμβέρσα και άρχισε να τραγουδάει.
«Χάθηκα μέσα στο εγώ μου και στην έπαρση»
Τα δύσκολα χρόνια στην Κύθνο, ο κίνδυνος που αντιμετώπισε στα καράβια και παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, η τυχαία στροφή στο τραγούδι στην Αμβέρσα, η επιτυχία, οι παράφοροι έρωτες που λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης, οι εκτρώσεις για τις οποίες μετάνιωσε, οι κόρες του, η σύζυγός του, που είναι η πιο υγιής σχέση που είχε ποτέ, και ο απολογισμός.
Από τον Μαρίνο Βυθούλκα
Οι συνεντεύξεις δεν ήταν ποτέ το καλύτερό του, καθώς, αν είχε την επιλογή, όπως μου τονίζει και ο ίδιος, «Δεν θα έδινα ποτέ συνεντεύξεις. Μόνο θα τραγουδούσα». Εξάλλου, τα τραγούδια ήταν εκείνα που ανέκαθεν του έδιναν νόημα για ζωή. Τα τραγούδια και οι γυναίκες, που αποτελούσαν πάντα αστείρευτη πηγή έμπνευσης για να γράφει στίχους. Έχοντας ζήσει αυτοκαταστροφικά πάθη, παράφορους έρωτες, επεισοδιακούς χωρισμούς, ο Σταμάτης Γονίδης φλέρταρε πάντα με τα όριά του. Και αυτά τα όρια τα έκανε τραγούδια. «Δεν θα μάθεις ποτέ», «Μη ρωτάς το γιατί», «Είσαι μια πληγή ακόμα», «Μια αγάπη δεν τελειώνει» είναι ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες που αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Βιωματικά τραγούδια, όπου ο Σταμάτης έδωσε την ψυχή του. «Μέσα από την ερωτική απόρριψη και άρρωστες καταστάσεις καψούρας έγραψα τα καλύτερά μου τραγούδια. Τραγούδια που θα μείνουν ανεξίτηλα στο χρόνο» εξηγεί. Στα 59 του χρόνια, μετά τον απολογισμό μιας ζωής, κάνει αναδρομή στα δύσκολα παιδικά χρόνια στην Κύθνο, το νησί που γεννήθηκε. «Χρόνια δύσκολα και ζόρικα», όπως μου επισημαίνει. «Οι γονείς μου ήταν φτωχοί. Είχαμε ένα φούρνο και δούλευαν εκεί από το πρωί έως το βράδυ. Από 8 ετών ξεκίνησα να τους βοηθάω κι εγώ, ενώ το αλεύρι το μεταφέραμε με γαϊδουράκια. Τα καλοκαίρια δεν έκανα μπάνιο όπως τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά βοηθούσα τους δικούς μου. Όπως καταλαβαίνεις, δεν είχα και τόσο ανέμελα παιδικά και εφηβικά χρόνια» περιγράφει στο People.
«Κινδύνεψα να πεθάνω μέσα στον ωκεανό»
Σε ηλικία 12 ετών φεύγει από την Κύθνο και πηγαίνει στη Σύρο, στη Νυχτερινή Σχολή Μηχανικών. Παράλληλα το πρωί δουλεύει στα ναυπηγεία Σύρου. Μόλις τελειώνει τη σχολή, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως οικοδόμος. «Το μεροκάματό μου ήταν 50 δραχμές την εβδομάδα. Αρχικά έμενα σε μια αποθήκη στο Αιγάλεω. Δεν είχε ούτε νερό. Κάποια στιγμή θέλησα να φύγω από εκεί και τα καράβια ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής. Μου φάνηκε παράδεισος. Είχα τη δική μου καμπίνα, ζεστό φαγητό. Μολονότι βρισκόμασταν για μήνες μέσα στον ωκεανό, για μένα ήταν λες και έμενα σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Ο ωκεανός, όμως, έκρυβε πολλούς κινδύνους. Πολλές φορές είχε τύχει να πέσουμε σε κυκλώνες. Κινδύνεψα να πεθάνω μέσα στον ωκεανό. Με το υπόλοιπο πλήρωμα γελούσαμε, γιατί ήμασταν νέοι, δεν φοβόμασταν και το αίμα μας έβραζε» εξομολογείται. Στα καράβια θα εργαστεί για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα στέλνει χρήματα στους γονείς του στην Κύθνο. «Στα καράβια ξεκίνησα να παίρνω οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα και, όταν τα παράτησα κι έγινα τραγουδιστής, ο μισθός μου ήταν ενενήντα χιλιάδες δραχμές. Είχα φτάσει στο βαθμό του μηχανικού. Από τα καράβια την κοπάνησα όταν είχαμε δέσει στην Αμβέρσα. Τραγούδησα τυχαία στου Κουμιώτη, ένα γκράντε ελληνικό μαγαζί, και μου πρότειναν να παραμείνω με ένα καλό για την εποχή νυχτοκάματο. Εκεί τα είδα όλα. Οι περισσότεροι ήταν παράνομοι. Είχαν γυναίκες που δούλευαν σε οίκους ανοχής. Να φανταστείς πως, όταν αργότερα τραγούδησα σε σκυλάδικα στην Ελλάδα και έβλεπα φασαρίες, μου φαίνονταν σαν τους τσακωμούς στα κολέγια» συμπληρώνει. Στην Αμβέρσα θα παραμείνει για επτά μήνες, ενώ κατά την επιστροφή του στην Αθήνα έχει αποφασίσει πως θέλει να γίνει επαγγελματίας τραγουδιστής.
«Το δεύτερο δίσκο μου τον πλήρωσα με γραμμάτια»
Μολονότι δεν γνωρίζει κανέναν, πηγαίνει σε επιχειρηματίες και ζητά να τον ακούσουν. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του δεν περνάει απαρατήρητη από τα αφεντικά των μπουζουκιών κι έτσι σιγά σιγά μπαίνει στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. «Πίστευα ότι μπορώ να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Άκουγα τότε τους υπόλοιπους τραγουδιστές και πράγματα που έκαναν εκείνοι εγώ τα έκανα επί δύο». Ένα από τα μαγαζιά που θα τον υποστηρίξει και θα του δώσει χώρο και χρόνο πάνω στην πίστα είναι η Σουίτα, στην οδό Κεφαλληνίας. «Ο επιχειρηματίας πίστεψε σε μένα και αυτό είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ» λέει με συγκίνηση. Ο πρώτος του δίσκος, με τίτλο Προηγείσαι, Έρωτά Μου, βγαίνει το 1986 από τη Minos. «Δεν πήγε καλά. Το δεύτερο δίσκο μου, το 1989, τον πλήρωσα με γραμμάτια. Μάλιστα πλήρωνα και διαφήμιση στην ΕΡΤ γύρω στις 50.000 δραχμές το μήνα. Δεν υπήρχε βοήθεια από πουθενά. Αν κάποιος σου πει πως με έχει βοηθήσει, να μου τον γνωρίσεις. Πέρασα διά πυρός και σιδήρου, αλλά κατάφερα να αγκαλιάσω το όνειρό μου, χωρίς λαμογιές και τσατσιλίκια. Ήμουν πάντα αντιδραστικός και πολλές φορές μού έλεγαν “καλύτερα να τραγουδάς παρά να μιλάς”. Γι’ αυτό και μετέπειτα μου έδωσαν το χαρακτηρισμό “ο αυθεντικός”, διότι ήμουν πάντα καθαρός με τη συνείδησή μου». Εξαιτίας της συμπεριφοράς του οι συνθέτες δεν του εμπιστεύονταν τραγούδια. Αυτό ήταν και το έναυσμα για να ξεκινήσει να γράφει μόνος του. «Επίσης, μου ήταν πολύ εύκολο να μιμηθώ τραγουδιστές. Οι αγαπημένοι μου εκείνη την εποχή ήταν ο Στράτος Διονυσίου, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Έτσι, στον επόμενο δίσκο, που έγινε επιτυχία, έλεγα τα τραγούδια με διαφορετικές φωνές και ο κόσμος ανακάλυψε πως είμαι ένας τραγουδιστής που μοιάζει με τρεις. Σιγά σιγά, έβαλα τη δική μου χροιά, τα δικά μου γυρίσματα και έκανα μια σχολή. Πολλοί τραγουδιστές μιμήθηκαν τον τρόπο που τραγουδώ, ακόμα και τον τρόπο που εμφανίζομαι στην πίστα. Πλέον είμαι ένας βετεράνος τραγουδιστής και φαντάζομαι τον εαυτό μου όπως είναι ο Tom Jones, μια σταθερή αξία, ο οποίος δεν τραγουδάει κάθε μέρα, παρά μόνο επιλεκτικά» εξομολογείται στο People.

«Η μικρή μου κόρη είναι το αλάνι και η μεγάλη το λιμάνι»
Εκτός από μια ενδιαφέρουσα επαγγελματική πορεία, ο Σταμάτης Γονίδης είχε και μια εξίσου συναρπαστική προσωπική ζωή, με κύριο χαρακτηριστικό τον έρωτα. «Οι γυναίκες έπαιζαν πάντα τον πρώτο ρόλο στη ζωή μου» σημειώνει. Σε ηλικία 27 ετών παντρεύεται τη Βαρβάρα Περπινιάδη (σ.σ. κόρη του αείμνηστου λαϊκού τραγουδιστή Βαγγέλη Περπινιάδη) και δύο χρόνια μετά αποκτά το πρώτο του παιδί, την Ασημίνα. «Ήθελα να βρω μια θαλπωρή και να κάνω οικογένεια. Στην πορεία, όμως, διαπίστωσα πως δύσκολα μπορούσα να συνδυάσω το τραγούδι με την οικογένεια. Εκείνη την εποχή δεν είχα συνέχεια δουλειά και η ανέχεια έφερε την γκρίνια και το χωρισμό» παραδέχεται. Επτά χρόνια αργότερα γεννήθηκε και η δεύτερη κόρη του, η Στεφανία, ενώ ο γάμος του με την τραγουδίστρια Άντζελα Βάγια τέλειωσε σχετικά γρήγορα. «Η μικρή μου κόρη είναι το αλάνι και η μεγάλη το λιμάνι, με την έννοια πως είναι πιο ήσυχη. Και οι δυο έχουν πάρει στοιχεία από μένα. Όσο μεγαλώνουν οι κόρες μου, γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Και αυτό είναι κάτι που με ανακουφίζει και μου δίνει χαρά. Τώρα πια, που μεγάλωσαν, έχουν την επιλογή να με βλέπουν ή όχι. Κι εγώ τις θέλω στη ζωή μου ακόμα πιο πολύ. Απλά, δεν επεμβαίνω στις ζωές τους. Ποτέ δεν ήμουν αυστηρός πατέρας. Μόνο μια φορά είχα θυμώσει με τη μικρή μου κόρη, επειδή την είχα δει να έχει μεθύσει, αλλά το μετάνιωσα. Τα κορίτσια μου μεγάλωσαν με τις μαμάδες τους. Μεγάλωσαν με αρχές και εξελίσσονται. Η Ασημίνα έχει τελειώσει το τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ εδώ και δώδεκα χρόνια είναι υπεύθυνη σε ένα μεγάλο κατάστημα pet shop. Η Στεφανία ακολούθησε τα δικά μου χνάρια και είναι τραγουδίστρια» λέει με καμάρι. Από τη ζωή του έχουν περάσει πολλές γυναίκες και αναρωτιέμαι αν οι δεσμοί του ήταν μακροχρόνιοι. «Είχα ακόμα και έντεκα χρόνια σχέση. Βέβαια, δεν ήμουν πιστός». Με τη σύζυγό του, Κατερίνα Κουργιουξίδη, είναι μαζί δεκατρία χρόνια και το 2015 παντρεύτηκαν στο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου στην Κύθνο, το νησί του. «Η σχέση μου με την Κατερίνα είναι χρονικά η μεγαλύτερη αλλά και η καλύτερη. Η πιο υγιής» εξομολογείται στο People. Βλέποντας τη γυναίκα του, που είναι νέα και όμορφη, τον ρωτάω ευθέως αν σκέφτεται να κάνει παιδί μαζί της. «Δεν το επιδιώκω. Αν γίνει, θα το κάνω για την Κατερίνα. Δεν θέλω, όμως, να αποκτήσουμε παιδί με τη μέθοδο της επιστήμης, αλλά με φυσιολογικό τρόπο και θα σου πω το γιατί: Γυναίκες που υπήρξαν στη ζωή μου έχουν κάνει εκτρώσεις και το θεωρώ πολύ εγωιστικό μετά από τόσα παιδιά που ρίξαμε να γίνει με διαφορετικό τρόπο. Μετάνιωσα για αυτές τις εκτρώσεις, αλλά φοβόμουν πως θα με εκμεταλλευτούν μέσω του παιδιού. Γι’ αυτό και αν ξαναγίνω πατέρας, θέλω να γίνει χωρίς εξωσωματική» αρκείται να πει.
«Ό,τι εκκρεμότητες είχα τις έκλεισα»
Σε παλαιότερες συνεντεύξεις του είχε δηλώσει πως πέρασε κατάθλιψη, ενώ δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι πολέμησε με τις καταχρήσεις. «Είχα το σύνδρομο του καλλιτέχνη, ενός ανθρώπου που ήταν στα αζήτητα, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και έγινε πρώτο όνομα. Κάποια στιγμή χάθηκα μέσα στο εγώ μου και στην έπαρση. Ήμουν σε λάθος δρόμο. Μάλιστα, ορισμένες φορές εξέφρασα δημόσια κάποιες απόψεις που κανονικά έπρεπε να τις συζητώ μόνο με την παρέα μου. Έκρινα ορισμένους συναδέλφους και αυτό δεν ήταν υπέρ μου. Ήταν λάθος μου, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να καταλάβω τι είναι σωστό και τι όχι» αποκαλύπτει και μου περιγράφει ένα άγνωστο περιστατικό μέχρι σήμερα, τον εφιάλτη που είδε στο απόγειο της καριέρας του. «Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου πως δεν με ήξερε κανείς, πως ήμουν άγνωστος. Εκείνη τη νύχτα πετάχτηκα από το κρεβάτι μου ιδρωμένος. Τότε σκέφτηκα πως πρέπει να αλλάξω ορισμένα πράγματα. Στράφηκα στη θρησκεία και στη φιλοσοφία, χωρίς εμμονές και υπερβολές. Αν πας στο καμαρίνι κάποιου τραγουδιστή που ξεκινάει τώρα, θα δεις μία εικόνα. Αν, όμως, πας στο καμαρίνι επιτυχημένου καλλιτέχνη, από τις πολλές εικόνες θα νομίσεις πως βρίσκεσαι σε εκκλησία. Οι περισσότεροι φτασμένοι τραγουδιστές αισθάνονται πως είναι πολύτιμοι και ζητούν μια προστασία. Παρότι δεν είμαι θρησκόληπτος αλλά εναντίον του δόγματος, όταν θέλουν να μου κάνουν ένα δώρο, μου φέρνουν εικόνες». Κάπου εδώ μου εξομολογείται πως πέρσι το καλοκαίρι στην Κύθνο έκανε την πρώτη του αγιογραφία. «Φοβόμουν τη ζωγραφική, αλλά όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω τον καμβά με μαύρο χρώμα χρησιμοποιούσα σκιές και παρατήρησα πως μέσα από αυτές τις σκιές έβγαιναν πρόσωπα και σώματα. Αυτό ήταν κάτι που με ταξίδεψε και μου γεννήθηκε η επιθυμία να ζωγραφίζω κάθε μέρα. Πλέον έχω κάνει γύρω στις είκοσι πέντε αγιογραφίες». Κάθεται απέναντί μου στον καναπέ. Είναι ήρεμος, κατασταλαγμένος, καθώς η αυτοκριτική τον βοήθησε να αναθεωρήσει και να αλλάξει τα στραβά του παρελθόντος. «Έχω ζήσει για δέκα ζωές. Αυτά που έζησα ήταν πολλά και έντονα. Ο άνθρωπος που φτάνει σε αυτό το σημείο ξυπνάει και ζει, όχι για τίποτε άλλο, αλλά από περιέργεια για να δει την επόμενη μέρα και τους ανθρώπους που αγαπάει. Όταν θα φύγω από τη ζωή, οι άνθρωποί μου θέλω να κάνουν γιορτή γιατί λυτρώθηκα. Γεννήθηκα στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή με φώτισε το ψεύτικο φως των προβολέων της νύχτας. Πλέον με φωτίζει ένα διαφορετικό φως. Πολύ πιο σημαντικό. Ένα φως που δεν φαίνεται με τα μάτια ανοιχτά, αλλά με τα μάτια κλειστά. Δεν φοβάμαι το θάνατο. Το μόνο που θέλω είναι να φύγω όπως είμαι τώρα. Με την ψυχή μου καθαρή και γύρω μου να είναι όλοι καλά. Ό,τι εκκρεμότητες είχα τις έκλεισα, ακόμα και με αυτούς οι οποίοι μου είχαν φερθεί άδικα, τους φώναξα στο σπίτι μου».

Related Posts :



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου